Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
1) estar , estar deitado ; (покоиться) jazer ; (о больном) estar acamado ; 2) (находиться) estar , ficar , achar-se, encontrar-se ; (быть расположенным) estar situado ; (простираться) estender-se ; (покрывать) cobrir ; {перен.} (нести след чего-л) trazer , ver-se ; (пролегать, вести) dirigir-se, levar ; (об обязанностях и т.п.) recair (em, sobre), incumbir (a)
estar deitado
лежать
estar deitado
лежать
Ορισμός
лежать
несов. неперех.
1) Быть распростертым всем телом, находиться в горизонтальном положении на чем-л. (о человеке или животном).
2) а) Быть помещенным горизонтально на какой-л. поверхности (обычно своей широкой частью - о предметах).
б) Распределяться по поверхности чего-л. каким-л. образом; покрывать собою какую-л. поверхность.
3) Быть неподвижным, находиться в спокойном состоянии.
4) а) разг. Находиться в постели, будучи больным.
б) Пребывать на излечении где-л.
5) Быть погребенным, покоиться в земле.
6) Быть расположенным где-л.; проходить, пролегать (о тропинке, дороге и т.п.).
7) перен. Выступать на поверхность, становясь заметным (о морщинах, загаре, румянце и т.п.).
8) перен. Иметься, содержаться, заключаться в чем-л.
9) а) перен. разг. Находиться, храниться где-л.
б) Не быть в употреблении, применении.
10) а) перен. разг. Составлять чьи-л. обязанности.
б) Отягощать собой, обременять.